Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλώμιασμα — το, Ν (παλ. γρφ.) βλ. χλόμιασμα … Dictionary of Greek
χλόμιασμα — και παλ. γρφ. χλώμιασμα, το, Ν [χλομιάζω /χλωμιάζω] το αποτέλεσμα τού χλομιάζω … Dictionary of Greek